- τροχιοδειχτικός
- -ή, -ό1. που έχει σχέση με τον τροχιοδείχτη (βλ. λ.).2. το ουδ. ως ουσ., τροχιοδειχτικό βλήμα με τροχιοδείχτη: Τη νύχτα φαίνονται τα τροχιοδειχτικά βλήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.